Πελοποννασιστί

Πελοποννασιστί
Πελοποννᾱσιστί , Πελοποννασιστί
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πελοποννασιστί — Α επίρ. κατά την διάλεκτο τών Πελοποννησίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πελοπόννησος + επιρρμ. κατάλ. ιστί, πιθ. μέσω αμάρτυρου *πελοποννᾱσίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”